Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
πετρόβολος
πετροβόλος
πετροκατοίκητος
πετρόκοιτος
πετροκόραξ
πετροκόσσυφος
πετροκυλιστής
πετρολάπαθον
View word page
πετροβολία
a stoning

ShortDef

a stoning

Debugging

Headword:
πετροβολία
Headword (normalized):
πετροβολία
Headword (normalized/stripped):
πετροβολια
IDX:
69726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69727
Key:

Data

{'content': 'a stoning'}