Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
πετρόβολος
πετροβόλος
πετροκατοίκητος
πετρόκοιτος
πετροκόραξ
πετροκόσσυφος
πετροκυλιστής
View word page
πετροβολέω
pelt with stones

ShortDef

pelt with stones

Debugging

Headword:
πετροβολέω
Headword (normalized):
πετροβολέω
Headword (normalized/stripped):
πετροβολεω
IDX:
69725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69726
Key:

Data

{'content': 'pelt with stones'}