Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέτρη
πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
πετρόβολος
πετροβόλος
πετροκατοίκητος
πετρόκοιτος
πετροκόραξ
πετροκόσσυφος
View word page
πετρόβλητος
pelted with stones

ShortDef

pelted with stones

Debugging

Headword:
πετρόβλητος
Headword (normalized):
πετρόβλητος
Headword (normalized/stripped):
πετροβλητος
IDX:
69724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69725
Key:

Data

{'content': 'pelted with stones'}