Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετρεντινάκτης
πέτρη
πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
πετρόβολος
πετροβόλος
πετροκατοίκητος
πετρόκοιτος
πετροκόραξ
View word page
πετροβατικός
given to rock-climbing

ShortDef

given to rock-climbing

Debugging

Headword:
πετροβατικός
Headword (normalized):
πετροβατικός
Headword (normalized/stripped):
πετροβατικος
IDX:
69723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69724
Key:

Data

{'content': 'given to rock-climbing'}