Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετράς
πετρεντινάκτης
πέτρη
πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
πετρόβολος
πετροβόλος
πετροκατοίκητος
πετρόκοιτος
View word page
πετροβάτης
one who climbs rocks

ShortDef

one who climbs rocks

Debugging

Headword:
πετροβάτης
Headword (normalized):
πετροβάτης
Headword (normalized/stripped):
πετροβατης
IDX:
69722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69723
Key:

Data

{'content': 'one who climbs rocks'}