Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πετρανός
πετράς
πετρεντινάκτης
πέτρη
πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
πετρόβολος
πετροβόλος
πετροκατοίκητος
View word page
πετροβατέω
climb rocks
ShortDef
climb rocks
Debugging
Headword:
πετροβατέω
Headword (normalized):
πετροβατέω
Headword (normalized/stripped):
πετροβατεω
IDX:
69721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69722
Key:
Data
{'content': 'climb rocks'}