Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετραῖος
Πετραῖος
πετρανός
πετράς
πετρεντινάκτης
πέτρη
πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
πετρόβολος
View word page
πετρήρης
of rock, rocky

ShortDef

of rock, rocky

Debugging

Headword:
πετρήρης
Headword (normalized):
πετρήρης
Headword (normalized/stripped):
πετρηρης
IDX:
69719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69720
Key:

Data

{'content': 'of rock, rocky'}