Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετραῖον
πετραῖος
Πετραῖος
πετρανός
πετράς
πετρεντινάκτης
πέτρη
πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
View word page
πετρηρεφής
o'er-arched with rock, rockvaulted

ShortDef

o'er-arched with rock, rockvaulted

Debugging

Headword:
πετρηρεφής
Headword (normalized):
πετρηρεφής
Headword (normalized/stripped):
πετρηρεφης
IDX:
69718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69719
Key:

Data

{'content': "o'er-arched with rock, rockvaulted"}