Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πετραίη
πετραῖον
πετραῖος
Πετραῖος
πετρανός
πετράς
πετρεντινάκτης
πέτρη
πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
View word page
πετρήεις
rocky

ShortDef

rocky

Debugging

Headword:
πετρήεις
Headword (normalized):
πετρήεις
Headword (normalized/stripped):
πετρηεις
IDX:
69717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69718
Key:

Data

{'content': 'rocky'}