Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέτρα
Πέτρα
πετράεις
Πετραίη
πετραῖον
πετραῖος
Πετραῖος
πετρανός
πετράς
πετρεντινάκτης
πέτρη
πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
View word page
πέτρη
rock, cliff, reef
ShortDef
rock, cliff, reef
Debugging
Headword:
πέτρη
Headword (normalized):
πέτρη
Headword (normalized/stripped):
πετρη
IDX:
69714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69715
Key:
Data
{'content': 'rock, cliff, reef'}