Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέτηλος
πετηλώδης
πέτομαι
πέτρα
Πέτρα
πετράεις
Πετραίη
πετραῖον
πετραῖος
Πετραῖος
πετρανός
πετράς
πετρεντινάκτης
πέτρη
πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβατέω
View word page
πετρανός
veteranus

ShortDef

veteranus

Debugging

Headword:
πετρανός
Headword (normalized):
πετρανός
Headword (normalized/stripped):
πετρανος
IDX:
69711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69712
Key:

Data

{'content': 'veteranus'}