Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πετεών
Πετεώς
πετήλη
πετηλίας
πετηλίς
πέτηλος
πετηλώδης
πέτομαι
πέτρα
Πέτρα
πετράεις
Πετραίη
πετραῖον
πετραῖος
Πετραῖος
πετρανός
πετράς
πετρεντινάκτης
πέτρη
πετρηγενής
πετρηδόν
View word page
πετράεις
rocky

ShortDef

rocky

Debugging

Headword:
πετράεις
Headword (normalized):
πετράεις
Headword (normalized/stripped):
πετραεις
IDX:
69706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69707
Key:

Data

{'content': 'rocky'}