Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πετευριστής
πέτευρον
Πετεών
Πετεώς
πετήλη
πετηλίας
πετηλίς
πέτηλος
πετηλώδης
πέτομαι
πέτρα
Πέτρα
πετράεις
Πετραίη
πετραῖον
πετραῖος
Πετραῖος
πετρανός
πετράς
πετρεντινάκτης
πέτρη
View word page
πέτρα
a rock, a ledge
ShortDef
a rock, a ledge
Petra
Debugging
Headword:
πέτρα
Headword (normalized):
πέτρα
Headword (normalized/stripped):
πετρα
IDX:
69704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69705
Key:
Data
{'content': 'a rock, a ledge'}