Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πετευριστήρ
πετευριστής
πέτευρον
Πετεών
Πετεώς
πετήλη
πετηλίας
πετηλίς
πέτηλος
πετηλώδης
πέτομαι
πέτρα
Πέτρα
πετράεις
Πετραίη
πετραῖον
πετραῖος
Πετραῖος
πετρανός
πετράς
πετρεντινάκτης
View word page
πέτομαι
to fly
ShortDef
to fly
Debugging
Headword:
πέτομαι
Headword (normalized):
πέτομαι
Headword (normalized/stripped):
πετομαι
IDX:
69703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69704
Key:
Data
{'content': 'to fly'}