Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετεύριον
πετευρισμός
πετευριστήρ
πετευριστής
πέτευρον
Πετεών
Πετεώς
πετήλη
πετηλίας
πετηλίς
πέτηλος
πετηλώδης
πέτομαι
πέτρα
Πέτρα
πετράεις
Πετραίη
πετραῖον
πετραῖος
Πετραῖος
πετρανός
View word page
πέτηλος
outspread, stretched; full-grown

ShortDef

outspread, stretched; full-grown

Debugging

Headword:
πέτηλος
Headword (normalized):
πέτηλος
Headword (normalized/stripped):
πετηλος
IDX:
69701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69702
Key:

Data

{'content': 'outspread, stretched; full-grown'}