Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετευρίζομαι
πετεύριον
πετευρισμός
πετευριστήρ
πετευριστής
πέτευρον
Πετεών
Πετεώς
πετήλη
πετηλίας
πετηλίς
πέτηλος
πετηλώδης
πέτομαι
πέτρα
Πέτρα
πετράεις
Πετραίη
πετραῖον
πετραῖος
Πετραῖος
View word page
πετηλίς
locust

ShortDef

locust

Debugging

Headword:
πετηλίς
Headword (normalized):
πετηλίς
Headword (normalized/stripped):
πετηλις
IDX:
69700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69701
Key:

Data

{'content': 'locust'}