Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄγρα
Ἄγρα
Ἀγραϊκός
Ἀγραῖος
ἀγραῖος
Ἀγραΐς
ἀγραμματία
ἀγράμματος
ἄγραμμος
ἄγραπτος
ἀγραυλέω
ἀγραυλής
ἀγραυλία
ἄγραυλος
ἀγραφίου
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρεμών
ἀγρετεύω
View word page
ἀγραυλέω
to dwell in the field

ShortDef

to dwell in the field

Debugging

Headword:
ἀγραυλέω
Headword (normalized):
ἀγραυλέω
Headword (normalized/stripped):
αγραυλεω
IDX:
696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-697
Key:

Data

{'content': 'to dwell in the field'}