Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετασώδης
πετασών
πεταυρισμός
πέταχνον
πετεηνός
πετεινός
πετευρίζομαι
πετεύριον
πετευρισμός
πετευριστήρ
πετευριστής
πέτευρον
Πετεών
Πετεώς
πετήλη
πετηλίας
πετηλίς
πέτηλος
πετηλώδης
πέτομαι
πέτρα
View word page
πετευριστής
petaurista

ShortDef

petaurista

Debugging

Headword:
πετευριστής
Headword (normalized):
πετευριστής
Headword (normalized/stripped):
πετευριστης
IDX:
69694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69695
Key:

Data

{'content': 'petaurista'}