Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πετάννυμι
πετασῖτις
πέτασμα
πετασμός
πέτασος
πετασώδης
πετασών
πεταυρισμός
πέταχνον
πετεηνός
πετεινός
πετευρίζομαι
πετεύριον
πετευρισμός
πετευριστήρ
πετευριστής
πέτευρον
Πετεών
Πετεώς
πετήλη
πετηλίας
View word page
πετεινός
able to fly, full fledged
ShortDef
able to fly, full fledged
Debugging
Headword:
πετεινός
Headword (normalized):
πετεινός
Headword (normalized/stripped):
πετεινος
IDX:
69689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69690
Key:
Data
{'content': 'able to fly, full fledged'}