Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεταλόω
πεταλώδης
πετάλωσις
πεταμνυφάντειρα
πετάννυμι
πετασῖτις
πέτασμα
πετασμός
πέτασος
πετασώδης
πετασών
πεταυρισμός
πέταχνον
πετεηνός
πετεινός
πετευρίζομαι
πετεύριον
πετευρισμός
πετευριστήρ
πετευριστής
πέτευρον
View word page
πετασών
ham

ShortDef

ham

Debugging

Headword:
πετασών
Headword (normalized):
πετασών
Headword (normalized/stripped):
πετασων
IDX:
69685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69686
Key:

Data

{'content': 'ham'}