Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέταλον
πεταλοποιός
πεταλόω
πεταλώδης
πετάλωσις
πεταμνυφάντειρα
πετάννυμι
πετασῖτις
πέτασμα
πετασμός
πέτασος
πετασώδης
πετασών
πεταυρισμός
πέταχνον
πετεηνός
πετεινός
πετευρίζομαι
πετεύριον
πετευρισμός
πετευριστήρ
View word page
πέτασος
a broad-brimmed felt hat

ShortDef

a broad-brimmed felt hat

Debugging

Headword:
πέτασος
Headword (normalized):
πέτασος
Headword (normalized/stripped):
πετασος
IDX:
69683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69684
Key:

Data

{'content': 'a broad-brimmed felt hat'}