Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεταλοειδής
πέταλον
πεταλοποιός
πεταλόω
πεταλώδης
πετάλωσις
πεταμνυφάντειρα
πετάννυμι
πετασῖτις
πέτασμα
πετασμός
πέτασος
πετασώδης
πετασών
πεταυρισμός
πέταχνον
πετεηνός
πετεινός
πετευρίζομαι
πετεύριον
πετευρισμός
View word page
πετασμός
spreading out
ShortDef
spreading out
Debugging
Headword:
πετασμός
Headword (normalized):
πετασμός
Headword (normalized/stripped):
πετασμος
IDX:
69682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69683
Key:
Data
{'content': 'spreading out'}