Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετάλιον
πεταλίς
πεταλισμός
πεταλοειδής
πέταλον
πεταλοποιός
πεταλόω
πεταλώδης
πετάλωσις
πεταμνυφάντειρα
πετάννυμι
πετασῖτις
πέτασμα
πετασμός
πέτασος
πετασώδης
πετασών
πεταυρισμός
πέταχνον
πετεηνός
πετεινός
View word page
πετάννυμι
to spread out

ShortDef

to spread out

Debugging

Headword:
πετάννυμι
Headword (normalized):
πετάννυμι
Headword (normalized/stripped):
πεταννυμι
IDX:
69679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69680
Key:

Data

{'content': 'to spread out'}