Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεσσός
πέσσω
πεταλία
πεταλίζω
πετάλιον
πεταλίς
πεταλισμός
πεταλοειδής
πέταλον
πεταλοποιός
πεταλόω
πεταλώδης
πετάλωσις
πεταμνυφάντειρα
πετάννυμι
πετασῖτις
πέτασμα
πετασμός
πέτασος
πετασώδης
πετασών
View word page
πεταλόω
cover with leaves
ShortDef
cover with leaves
Debugging
Headword:
πεταλόω
Headword (normalized):
πεταλόω
Headword (normalized/stripped):
πεταλοω
IDX:
69675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69676
Key:
Data
{'content': 'cover with leaves'}