Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεσσοποιέομαι
πεσσός
πέσσω
πεταλία
πεταλίζω
πετάλιον
πεταλίς
πεταλισμός
πεταλοειδής
πέταλον
πεταλοποιός
πεταλόω
πεταλώδης
πετάλωσις
πεταμνυφάντειρα
πετάννυμι
πετασῖτις
πέτασμα
πετασμός
πέτασος
πετασώδης
View word page
πεταλοποιός
making leaves of metal, goldbeater

ShortDef

making leaves of metal, goldbeater

Debugging

Headword:
πεταλοποιός
Headword (normalized):
πεταλοποιός
Headword (normalized/stripped):
πεταλοποιος
IDX:
69674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69675
Key:

Data

{'content': 'making leaves of metal, goldbeater'}