Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεσσονομέω
πεσσοποιέομαι
πεσσός
πέσσω
πεταλία
πεταλίζω
πετάλιον
πεταλίς
πεταλισμός
πεταλοειδής
πέταλον
πεταλοποιός
πεταλόω
πεταλώδης
πετάλωσις
πεταμνυφάντειρα
πετάννυμι
πετασῖτις
πέτασμα
πετασμός
πέτασος
View word page
πέταλον
a leaf

ShortDef

a leaf

Debugging

Headword:
πέταλον
Headword (normalized):
πέταλον
Headword (normalized/stripped):
πεταλον
IDX:
69673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69674
Key:

Data

{'content': 'a leaf'}