Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πεσσινοῦς
πεσσοί
πεσσονομέω
πεσσοποιέομαι
πεσσός
πέσσω
πεταλία
πεταλίζω
πετάλιον
πεταλίς
πεταλισμός
πεταλοειδής
πέταλον
πεταλοποιός
πεταλόω
πεταλώδης
πετάλωσις
πεταμνυφάντειρα
πετάννυμι
πετασῖτις
πέτασμα
View word page
πεταλισμός
petalism

ShortDef

petalism

Debugging

Headword:
πεταλισμός
Headword (normalized):
πεταλισμός
Headword (normalized/stripped):
πεταλισμος
IDX:
69671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69672
Key:

Data

{'content': 'petalism'}