Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεσσικός
Πεσσινοῦς
πεσσοί
πεσσονομέω
πεσσοποιέομαι
πεσσός
πέσσω
πεταλία
πεταλίζω
πετάλιον
πεταλίς
πεταλισμός
πεταλοειδής
πέταλον
πεταλοποιός
πεταλόω
πεταλώδης
πετάλωσις
πεταμνυφάντειρα
πετάννυμι
πετασῖτις
View word page
πεταλίς
fullgrown
ShortDef
fullgrown
Debugging
Headword:
πεταλίς
Headword (normalized):
πεταλίς
Headword (normalized/stripped):
πεταλις
IDX:
69670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69671
Key:
Data
{'content': 'fullgrown'}