Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεσσεύω
πεσσικός
Πεσσινοῦς
πεσσοί
πεσσονομέω
πεσσοποιέομαι
πεσσός
πέσσω
πεταλία
πεταλίζω
πετάλιον
πεταλίς
πεταλισμός
πεταλοειδής
πέταλον
πεταλοποιός
πεταλόω
πεταλώδης
πετάλωσις
πεταμνυφάντειρα
πετάννυμι
View word page
πετάλιον
small splint
ShortDef
small splint
Debugging
Headword:
πετάλιον
Headword (normalized):
πετάλιον
Headword (normalized/stripped):
πεταλιον
IDX:
69669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69670
Key:
Data
{'content': 'small splint'}