Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεσσευτικός
πεσσεύω
πεσσικός
Πεσσινοῦς
πεσσοί
πεσσονομέω
πεσσοποιέομαι
πεσσός
πέσσω
πεταλία
πεταλίζω
πετάλιον
πεταλίς
πεταλισμός
πεταλοειδής
πέταλον
πεταλοποιός
πεταλόω
πεταλώδης
πετάλωσις
πεταμνυφάντειρα
View word page
πεταλίζω
put forth leaves
ShortDef
put forth leaves
Debugging
Headword:
πεταλίζω
Headword (normalized):
πεταλίζω
Headword (normalized/stripped):
πεταλιζω
IDX:
69668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69669
Key:
Data
{'content': 'put forth leaves'}