Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεσσάριον
πεσσεία
πεσσευτήριον
πεσσευτής
πεσσευτικός
πεσσεύω
πεσσικός
Πεσσινοῦς
πεσσοί
πεσσονομέω
πεσσοποιέομαι
πεσσός
πέσσω
πεταλία
πεταλίζω
πετάλιον
πεταλίς
πεταλισμός
πεταλοειδής
πέταλον
πεταλοποιός
View word page
πεσσοποιέομαι
make and apply a πεσσός II.1 to oneself

ShortDef

make and apply a πεσσός II.1 to oneself

Debugging

Headword:
πεσσοποιέομαι
Headword (normalized):
πεσσοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
πεσσοποιεομαι
IDX:
69664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69665
Key:

Data

{'content': 'make and apply a πεσσός II.1 to oneself'}