Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέσκος
πέσος
πεσσάριον
πεσσεία
πεσσευτήριον
πεσσευτής
πεσσευτικός
πεσσεύω
πεσσικός
Πεσσινοῦς
πεσσοί
πεσσονομέω
πεσσοποιέομαι
πεσσός
πέσσω
πεταλία
πεταλίζω
πετάλιον
πεταλίς
πεταλισμός
πεταλοειδής
View word page
πεσσοί
draughts

ShortDef

draughts

Debugging

Headword:
πεσσοί
Headword (normalized):
πεσσοί
Headword (normalized/stripped):
πεσσοι
IDX:
69662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69663
Key:

Data

{'content': 'draughts'}