Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέρυσι
περυσινός
Περύσιος
πέσημα
πέσκος
πέσος
πεσσάριον
πεσσεία
πεσσευτήριον
πεσσευτής
πεσσευτικός
πεσσεύω
πεσσικός
Πεσσινοῦς
πεσσοί
πεσσονομέω
πεσσοποιέομαι
πεσσός
πέσσω
πεταλία
πεταλίζω
View word page
πεσσευτικός
fit for draught-playing

ShortDef

fit for draught-playing

Debugging

Headword:
πεσσευτικός
Headword (normalized):
πεσσευτικός
Headword (normalized/stripped):
πεσσευτικος
IDX:
69658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69659
Key:

Data

{'content': 'fit for draught-playing'}