Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Περσολέτης
Περσονομέομαι
περσονομέομαι
περσονόμος
Περσονόμος
πέρσυ
πέρυσι
περυσινός
Περύσιος
πέσημα
πέσκος
πέσος
πεσσάριον
πεσσεία
πεσσευτήριον
πεσσευτής
πεσσευτικός
πεσσεύω
πεσσικός
Πεσσινοῦς
πεσσοί
View word page
πέσκος
skin, rind

ShortDef

skin, rind

Debugging

Headword:
πέσκος
Headword (normalized):
πέσκος
Headword (normalized/stripped):
πεσκος
IDX:
69652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69653
Key:

Data

{'content': 'skin, rind'}