Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Περσοκτόνος
Περσολέτης
Περσονομέομαι
περσονομέομαι
περσονόμος
Περσονόμος
πέρσυ
πέρυσι
περυσινός
Περύσιος
πέσημα
πέσκος
πέσος
πεσσάριον
πεσσεία
πεσσευτήριον
πεσσευτής
πεσσευτικός
πεσσεύω
πεσσικός
Πεσσινοῦς
View word page
πέσημα
a fall

ShortDef

a fall

Debugging

Headword:
πέσημα
Headword (normalized):
πέσημα
Headword (normalized/stripped):
πεσημα
IDX:
69651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69652
Key:

Data

{'content': 'a fall'}