Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Περσοδιώκτης
Περσοκτόνος
Περσολέτης
Περσονομέομαι
περσονομέομαι
περσονόμος
Περσονόμος
πέρσυ
πέρυσι
περυσινός
Περύσιος
πέσημα
πέσκος
πέσος
πεσσάριον
πεσσεία
πεσσευτήριον
πεσσευτής
πεσσευτικός
πεσσεύω
πεσσικός
View word page
Περύσιος
of Perusia
ShortDef
of Perusia
Debugging
Headword:
Περύσιος
Headword (normalized):
περύσιος
Headword (normalized/stripped):
περυσιος
IDX:
69650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69651
Key:
Data
{'content': 'of Perusia'}