Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Περσογενής
Περσοδιώκτης
Περσοκτόνος
Περσολέτης
Περσονομέομαι
περσονομέομαι
περσονόμος
Περσονόμος
πέρσυ
πέρυσι
περυσινός
Περύσιος
πέσημα
πέσκος
πέσος
πεσσάριον
πεσσεία
πεσσευτήριον
πεσσευτής
πεσσευτικός
πεσσεύω
View word page
περυσινός
of last year, last year's
ShortDef
of last year, last year's
Debugging
Headword:
περυσινός
Headword (normalized):
περυσινός
Headword (normalized/stripped):
περυσινος
IDX:
69649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69650
Key:
Data
{'content': "of last year, last year's"}