Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Περσιστί
Περσογενής
Περσοδιώκτης
Περσοκτόνος
Περσολέτης
Περσονομέομαι
περσονομέομαι
περσονόμος
Περσονόμος
πέρσυ
πέρυσι
περυσινός
Περύσιος
πέσημα
πέσκος
πέσος
πεσσάριον
πεσσεία
πεσσευτήριον
πεσσευτής
πεσσευτικός
View word page
πέρυσι
a year ago, last year

ShortDef

a year ago, last year

Debugging

Headword:
πέρυσι
Headword (normalized):
πέρυσι
Headword (normalized/stripped):
περυσι
IDX:
69648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69649
Key:

Data

{'content': 'a year ago, last year'}