Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Περσεφόνη
Πέρση
Περσηϊάδης
Περσηΐς
Πέρσης
περσίζω
περσικία
περσίκιον
Περσικός
περσικών
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσογενής
Περσοδιώκτης
Περσοκτόνος
Περσολέτης
Περσονομέομαι
περσονομέομαι
περσονόμος
Περσονόμος
View word page
πέρσις
a sacking, sack
ShortDef
a sacking, sack
Debugging
Headword:
πέρσις
Headword (normalized):
πέρσις
Headword (normalized/stripped):
περσις
IDX:
69636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69637
Key:
Data
{'content': 'a sacking, sack'}