Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περσέπολις
Περσέπολις
Περσεύς
Περσεφόνη
Πέρση
Περσηϊάδης
Περσηΐς
Πέρσης
περσίζω
περσικία
περσίκιον
Περσικός
περσικών
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσογενής
Περσοδιώκτης
Περσοκτόνος
Περσολέτης
Περσονομέομαι
View word page
περσίκιον
sceptre
ShortDef
sceptre
Debugging
Headword:
περσίκιον
Headword (normalized):
περσίκιον
Headword (normalized/stripped):
περσικιον
IDX:
69633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69634
Key:
Data
{'content': 'sceptre'}