Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέρσειον
περσέπολις
Περσέπολις
Περσεύς
Περσεφόνη
Πέρση
Περσηϊάδης
Περσηΐς
Πέρσης
περσίζω
περσικία
περσίκιον
Περσικός
περσικών
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσογενής
Περσοδιώκτης
Περσοκτόνος
Περσολέτης
View word page
περσικία
peach-tree
ShortDef
peach-tree
Debugging
Headword:
περσικία
Headword (normalized):
περσικία
Headword (normalized/stripped):
περσικια
IDX:
69632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69633
Key:
Data
{'content': 'peach-tree'}