Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περσέα
Περσείδης
πέρσειον
περσέπολις
Περσέπολις
Περσεύς
Περσεφόνη
Πέρση
Περσηϊάδης
Περσηΐς
Πέρσης
περσίζω
περσικία
περσίκιον
Περσικός
περσικών
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσογενής
Περσοδιώκτης
View word page
Πέρσης
a Persian; Perses (pr.n.)
ShortDef
a Persian; Perses (pr.n.)
Debugging
Headword:
Πέρσης
Headword (normalized):
πέρσης
Headword (normalized/stripped):
περσης
IDX:
69630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69631
Key:
Data
{'content': 'a Persian; Perses (pr.n.)'}