Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Περσαῖος
περσέα
Περσείδης
πέρσειον
περσέπολις
Περσέπολις
Περσεύς
Περσεφόνη
Πέρση
Περσηϊάδης
Περσηΐς
Πέρσης
περσίζω
περσικία
περσίκιον
Περσικός
περσικών
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσογενής
View word page
Περσηΐς
sprung from Perseus

ShortDef

sprung from Perseus

Debugging

Headword:
Περσηΐς
Headword (normalized):
περσηΐς
Headword (normalized/stripped):
περσηις
IDX:
69629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69630
Key:

Data

{'content': 'sprung from Perseus'}