Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέρνημι
περονάω
περόνη
περόνημα
περονητήρ
περονητίς
περονητρίς
περόνιον
περονίς
Περπέννας
περπερεύομαι
πέρπερος
Περσαῖος
περσέα
Περσείδης
πέρσειον
περσέπολις
Περσέπολις
Περσεύς
Περσεφόνη
Πέρση
View word page
περπερεύομαι
to boast

ShortDef

to boast

Debugging

Headword:
περπερεύομαι
Headword (normalized):
περπερεύομαι
Headword (normalized/stripped):
περπερευομαι
IDX:
69617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69618
Key:

Data

{'content': 'to boast'}