Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέρκος
πέρκωμα
πέρνα
πέρναμι
περνάω
πέρνημι
περονάω
περόνη
περόνημα
περονητήρ
περονητίς
περονητρίς
περόνιον
περονίς
Περπέννας
περπερεύομαι
πέρπερος
Περσαῖος
περσέα
Περσείδης
πέρσειον
View word page
περονητίς
fastened with a brooch

ShortDef

fastened with a brooch

Debugging

Headword:
περονητίς
Headword (normalized):
περονητίς
Headword (normalized/stripped):
περονητις
IDX:
69612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69613
Key:

Data

{'content': 'fastened with a brooch'}