Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περκνός
πέρκος
πέρκωμα
πέρνα
πέρναμι
περνάω
πέρνημι
περονάω
περόνη
περόνημα
περονητήρ
περονητίς
περονητρίς
περόνιον
περονίς
Περπέννας
περπερεύομαι
πέρπερος
Περσαῖος
περσέα
Περσείδης
View word page
περονητήρ
buckle, brooch

ShortDef

buckle, brooch

Debugging

Headword:
περονητήρ
Headword (normalized):
περονητήρ
Headword (normalized/stripped):
περονητηρ
IDX:
69611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69612
Key:

Data

{'content': 'buckle, brooch'}