Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περκνόπτερος
περκνός
πέρκος
πέρκωμα
πέρνα
πέρναμι
περνάω
πέρνημι
περονάω
περόνη
περόνημα
περονητήρ
περονητίς
περονητρίς
περόνιον
περονίς
Περπέννας
περπερεύομαι
πέρπερος
Περσαῖος
περσέα
View word page
περόνημα
a garment pinned or buckled on
ShortDef
a garment pinned or buckled on
Debugging
Headword:
περόνημα
Headword (normalized):
περόνημα
Headword (normalized/stripped):
περονημα
IDX:
69610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69611
Key:
Data
{'content': 'a garment pinned or buckled on'}