Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περκάζω
πέρκη
περκνόπτερος
περκνός
πέρκος
πέρκωμα
πέρνα
πέρναμι
περνάω
πέρνημι
περονάω
περόνη
περόνημα
περονητήρ
περονητίς
περονητρίς
περόνιον
περονίς
Περπέννας
περπερεύομαι
πέρπερος
View word page
περονάω
to pierce, pin
ShortDef
to pierce, pin
Debugging
Headword:
περονάω
Headword (normalized):
περονάω
Headword (normalized/stripped):
περοναω
IDX:
69608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69609
Key:
Data
{'content': 'to pierce, pin'}