Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιωπέω
περιωπή
περίωπος
περιωρεσία
περιώσιος
περίωσις
περιωτειλόομαι
περκάζω
πέρκη
περκνόπτερος
περκνός
πέρκος
πέρκωμα
πέρνα
πέρναμι
περνάω
πέρνημι
περονάω
περόνη
περόνημα
περονητήρ
View word page
περκνός
dark coloured
ShortDef
dark coloured
Debugging
Headword:
περκνός
Headword (normalized):
περκνός
Headword (normalized/stripped):
περκνος
IDX:
69601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69602
Key:
Data
{'content': 'dark coloured'}