Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιωμιάζω
περιώνυμος
περιωπέω
περιωπή
περίωπος
περιωρεσία
περιώσιος
περίωσις
περιωτειλόομαι
περκάζω
πέρκη
περκνόπτερος
περκνός
πέρκος
πέρκωμα
πέρνα
πέρναμι
περνάω
πέρνημι
περονάω
περόνη
View word page
πέρκη
the perch

ShortDef

the perch

Debugging

Headword:
πέρκη
Headword (normalized):
πέρκη
Headword (normalized/stripped):
περκη
IDX:
69599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69600
Key:

Data

{'content': 'the perch'}